Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σεξουαλικές δυσλειτουργίες

Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες αποτελούν και σήμερα, αν και η κατάσταση είναι βελτιωμένη σε σχέση με παλαιότερα, ένα θέμα ταμπού, ένα θέμα δηλαδή για το οποίο δύσκολα μιλάει κανείς. Ενώ σε άλλα ιατρικά προβλήματα οι άνθρωποι αναζητούν εύκολα βοήθεια πηγαίνοντας στον γιατρό, ή συζητάνε το πρόβλημά τους με τους σημαντικούς άλλους, στις σεξουαλικές δυσλειτουργίες αυτό δε φαίνεται να συμβαίνει τόσο. Παρόλα αυτά, είναι αρκετά συχνό το να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος σε κάποια στιγμή της ζωής του μια σεξουαλική δυσλειτουργία. Πολλές φορές, δυστυχώς, η άρνηση της αναζήτησης βοήθειας από ειδικό και οι σπασμωδικές προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος από το ίδιο το άτομο με δικές του μεθόδους μπορούν να δημιουργήσουν πολύ περισσότερο άγχος και πίεση, ενώ η διαιώνιση του προβλήματος που προκαλείται από τη μη ορθή αντιμετώπισή του συμβάλλει στην ύπαρξη ενός μεγάλου ενδοψυχικού αρνητικού φορτίου, πολύ μεγαλύτερου συνήθως από ότι θα άξιζε να υπάρχει.

Σύμφωνα με το DSM (Diagnostic and statistic manual), έχουν δημιουργηθεί κάποιες υποκατηγορίες των σεξουαλικών δυσλειτουργιών. Η πρώτη διάσταση που μελετάται αφορά το χρόνο έναρξης της διαταραχής. Έτσι, η πρώτη υποκατηγορία περιλαμβάνει τα άτομα στα οποία η δυσλειτουργία εμφανίστηκε από την έναρξη της σεξουαλικής ζωής του ατόμου. Αντίθετα, μια άλλη υποκατηγορία περιλαμβάνει τα άτομα στα οποία η διαταραχή εμφανίστηκε μετά από μια περίοδο ομαλής σεξουαλικής λειτουργίας. Η δεύτερη διάσταση, η οποία οδηγεί και αυτή στην ύπαρξη άλλων δύο υποκατηγοριών, είναι η διάσταση που αφορά το πλαίσιο εκδήλωσης. Πιο συγκεκριμένα, στον γενικευμένο τύπο, η διαταραχή εμφανίζεται ανεξάρτητα από το είδος του ερεθισμού, της κατάστασης, και με όλες τις ερωτικές συντρόφους. Στον καταστασιακό τύπο, η διαταραχή εμφανίζεται σε συγκεκριμένα είδη ερεθισμών, καταστάσεων, και όχι με όλες τις συντρόφους. Τέλος, κάθε διαταραχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ήπια, μέτρια, ή σοβαρή, ανάλογα με την ύπαρξη στοιχείων για την δυσφορία του ατόμου ως προς τα συμπτώματα.

Ένα πλήθος παραγόντων δύναται να σχετίζεται με τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Καταρχήν, μια ιατρική κατάσταση, ένα πρόβλημα δηλαδή ιατρικού χαρακτήρα, πιθανόν να σχετίζεται με την εμφάνιση μιας δυσλειτουργίας. Εδώ αν και το πρόβλημα δεν είναι αρχικά ψυχολογικό, είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι μια λάθος διαχείρισή του μπορεί να δημιουργήσει άγχος, το οποίο ίσως οδηγήσει στην συνέχιση της ύπαρξης της δυσλειτουργίας ακόμα και μετά την αντιμετώπιση της ιατρικής κατάστασης. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η ψυχολογική διαχείριση ενός ιατρικού προβλήματος παίζει μεγάλο ρόλο.

Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας είναι γνωστικές αντιλήψεις του ατόμου, οι αντιλήψεις δηλαδή που έχει ο άνθρωπος σχετικά με τη σεξουαλικότητα, τις σεξουαλικές επιδόσεις, αντιλήψεις σχετικά με την ηθική περί σεξουαλικών πράξεων (ή και ενοχές) κτλ. Πολύ συχνά οι άνθρωποι έχουν λανθασμένες αντιλήψεις γύρω από αυτά τα θέματα, και έτσι προκαλείται αυξημένο άγχος επίδοσης που μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση μιας δυσλειτουργίας, ενώ μπορεί να προκληθούν αλυσιδωτές αρνητικές σκέψεις που αφορούν την πιθανή απόρριψη από το/τη σύντροφο, τον εξευτελισμό, την αποδοκιμασία και την κοροϊδία από τον κοινωνικό κύκλο, κτλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές λανθασμένες αντιλήψεις για τη σεξουαλική πράξη μπορεί να προέρχονται από έλλειψη έγκυρων πληροφοριών, καθώς ένα άτομο μπορεί να υιοθετεί λανθασμένες πληροφορίες που προέρχονται από τους σημαντικούς άλλους, ή να βγάζει συμπεράσματα για τη σεξουαλική διαδικασία στηριζόμενος στις ταινίες πορνό. Για παράδειγμα, η συνήθης διάρκεια μιας σεξουαλικής πράξης είναι πολύ μικρότερη από ότι παρουσιάζεται στις ταινίες πορνό, όπως επίσης και το μέγεθος του πέους, ενώ, μια σεξουαλική διαδικασία μπορεί να διαφέρει αρκετά ως προς το περιεχόμενο, την έκφραση συναισθήματος, την οικειότητα κτλ σε σχέση με μια ταινία πορνό. Όλα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν λανθασμένες αυξημένες προσδοκίες, λανθασμένα στερεότυπα για το πώς πραγματοποιείται μια σεξουαλική διαδικασία, τα οποία δύνανται να οδηγήσουν σε αυξημένο άγχος επίδοσης, προσδοκίες από το/τη σύντροφο για πράγματα που <πρέπει> να κάνει χωρίς να το θέλει, και έτσι εν τέλει είτε να υπάρχει εμφάνιση μιας δυσλειτουργίας είτε να υπάρχει δυσκολία στην επικοινωνία του ζευγαριού.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η έμφαση στην επίδοση, σε μετρήσιμα χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα του αν αυτά έχουν ρεαλιστική βάση ή όχι, είναι κάτι που δηλητηριάζει την σεξουαλική πράξη. Κι αυτό γιατί σε μια σεξουαλική διαδικασία αυτό που χρειάζεται είναι το να απολαύσουν οι δύο σύντροφοι την ίδια την πράξη, και όχι να μπαίνουν σε ένα mode <spectating>, να παρακολουθούν δηλαδή την επίδοσή τους ως κάποιος τρίτος, χάνοντας με αυτόν τον τρόπο την ίδια την ουσία της σεξουαλικής διαδικασίας.

 Άλλοι παράγοντες που σχετίζονται είναι οι κοινωνικοί/πολιτισμικοί παράγοντες και το σεξουαλικό ιστορικό του ατόμου. Σε σχέση με τους πρώτους, καταρχήν οι αντιλήψεις της κοινωνίας για τη σεξουαλικότητα συνήθως επηρεάζουν τις ατομικές αντιλήψεις του ατόμου, καθώς μέσα σε αυτήν την κοινωνία ζει. Παρόλα αυτά οι αντιλήψεις της κοινωνίας δεν είναι πάντα οι σωστές. Επιπρόσθετα, σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται παράγοντες που σχετίζονται με τις θρησκευτικές αντιλήψεις του ατόμου, οι οποίες μπορεί και αυτές να παίζουν ένα ρόλο στην εμφάνιση μιας δυσλειτουργίας (π.χ. μέσω ενοχών που μπορεί να νιώθει το άτομο).

Το ερωτικό/σεξουαλικό ιστορικό ενός ατόμου αναμφίβολα έχει μεγάλη σημασία. Ένα ιστορικό απορρίψεων ή αποτυχιών μπορεί να εντείνει το φόβο νέας απόρριψης. Η αποφυγή είναι κάτι που συναντάται συχνά στις σεξουαλικές δυσλειτουργίες, και συνήθως οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα. Αν μιλάμε για ένα ζευγάρι, η αποφυγή της σεξουαλικής επαφής εξαιτίας τέτοιων φόβων συνήθως οδηγεί σε αποξένωση του ζευγαριού, χειρότερη επικοινωνία, και αποκλεισμό ενός βασικού στοιχείου μιας σχέσης, δηλαδή του σεξ. Ακόμα όμως και αν μιλάμε για ένα άτομο που δεν βρίσκεται σε σχέση, η αποφυγή δημιουργίας νέων σχέσεων εξαιτίας του φόβου απόρριψης/γελοιοποίησης κτλ οδηγεί σε μείωση της ποιότητας ζωής του, καθώς ενώ αποζητά τη συντροφικότητα μεν, φοβάται να τη διεκδικήσει, και έτσι καταδικάζει τον εαυτό του σε μια μοναχική ζωή χωρίς να το θέλει πραγματικά. Επίσης, όσο περισσότερο χρόνο αρνούμαστε τα θέλω μας εξαιτίας ενός φόβου, τόσο περισσότερο δύσκολο είναι μετά να ξεπεράσουμε το φόβο μας. Είναι πολύ πιο εύκολο να ξεπεραστούν κάποια επεισόδια σεξουαλικών δυσλειτουργιών εφόσον συνεχίζουμε να προσπαθούμε, σε ένα πλαίσιο καλής επικοινωνίας και οικειότητας με τον/τη σύντροφο, παρά να μείνουμε για μεγάλα χρονικά διαστήματα άπραγοι εξαιτίας των φόβων μας.

Από τους πιο σημαντικούς παράγοντες, αν όχι ο πιο σημαντικός, είναι η επικοινωνία και η σχέση του ζευγαριού. Δυστυχώς πολλές φορές οι σύντροφοι δεν επικοινωνούν σωστά, βγάζουν λανθασμένα συμπεράσματα, αγχώνουν ο ένας τον άλλο, ενώ μερικές φορές τείνουν να αλληλοκατηγορούνται. Για παράδειγμα, όταν ένας αγχωμένος άνδρας εμφανίζει μια δυσλειτουργία, η σύντροφος μπορεί να εκλάβει τη δυσλειτουργία ως ένα σημάδι για το ότι δεν την ποθεί πια ή ότι δεν είναι ελκυστική πια. Η συμπεριφορά του/της συντρόφου είναι πολύ σημαντική, καθώς οι αλληλοκατηγορίες ή τα τελεσίγραφα αυξάνουν το άγχος, δυσχεραίνουν την επικοινωνία και οδηγούν σε χειρότερα αποτελέσματα. Στο ίδιο παράδειγμα, μια αρνητική συμπεριφορά του άνδρα μπορεί π.χ. να είναι το να ρίχνει το φταίξιμο στη σύντροφο, έτσι ώστε να μην φορτωθεί αυτός το <βάρος> της αποτυχίας, και είτε απλά να την κατηγορεί είτε επιπλέον να προσπαθεί να τεκμηριώσει την κατηγορία αναφέροντας ότι η δυσλειτουργία δεν του είχε παρουσιαστεί με άλλες συντρόφους. Όλα τα παραπάνω δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο σε χειρότερο κλίμα αλλά και στην εκ των προτέρων εγκαθίδρυση ενός πολύ πιο φορτισμένου και αγχογόνου κλίματος για την επόμενη σεξουαλική συνεύρεση. Η αποδοχή του άλλου, η ειλικρινής έκφραση των συναισθημάτων, η αποδοχή του ότι η δυσλειτουργία είναι ένα πρόβλημα του ζευγαριού (χωρίς αλληλοκατηγορίες) που όμως αντιμετωπίζεται, η εύρεση εναλλακτικών τρόπων σεξουαλικής απόλαυσης, η αποφυγή αρνητικών σκέψεων και στερεοτύπων, είναι πράγματα που σίγουρα βοηθούν.

Πλέον στις μέρες μας υπάρχουν πολλοί τρόποι αντιμετώπισης των σεξουαλικών δυσλειτουργιών, ενώ η φαρμακοθεραπεία μπορεί και αυτή σε πολλές περιπτώσεις να βοηθήσει. Παρότι η φαρμακοθεραπεία φέρνει σε αρκετές περιπτώσεις θετικά αποτελέσματα, είναι χρήσιμο να χρησιμοποιηθούν και μέθοδοι που θα εμβαθύνουν στην επικοινωνία του ζευγαριού και θα βοηθήσουν έτσι ώστε να υπάρχει μια καλύτερη επικοινωνία, καθώς με αυτόν τον τρόπο επιλύονται πιο βαθιά ζητήματα που μπορεί να έχει ένα ζευγάρι. Επιπρόσθετα, η εκπαίδευση πάνω σε ζητήματα αντιλήψεων για τη σεξουαλικότητα είναι και αυτή σημαντική, καθώς με αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται παρόντα και μελλοντικά παράλογα άγχη, που ίσως στο μέλλον δημιουργήσουν προβλήματα, ενώ μπορεί και στο παρόν να απασχολούν το άτομο μειώνοντας την ποιότητα ζωής του. Ειδικές τεχνικές υπάρχουν και για περιπτώσεις στις οποίες ένα άτομο έχει υποστεί κακοποίηση ή έχει βιώσει μια τραυματική κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σάκης Καφφεσάκης