Σε αυτό το άρθρο θα γίνει αναφορά στην αποκλίνουσα σεξουαλικότητα. Με αυτόν τον όρο εννοούμε συμπεριφορές σεξουαλικού χαρακτήρα οι οποίες διαφέρουν από τη συνήθη σεξουαλική συμπεριφορά. Σε αυτές περιλαμβάνονται η ηδονοβλεψία, ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, ο φετιχισμός κ.α. Η εξέταση του ζητήματος αναγκαστικά κάποιες φορές εγείρει και ηθικά ζητήματα, όχι όμως πάντα, όπως θα δούμε. Θα γίνει αναφορά και στο BDSM (Bondage Dominance, Sadism/Masochism) και στην πολυσυντροφικότητα (polyamory).
Προφανώς δεν χρειάζεται ιδιαίτερη συζήτηση από ηθική σκοπιά για τις περιπτώσεις στις οποίες αυτές οι πράξεις γίνονται χωρίς την συγκατάθεση (την οποία όμως θα πρέπει να είναι σε θέσει να δώσει) ενός ατόμου. Για παράδειγμα, τα παιδιά δεν είναι σε θέση να δώσουν συγκατάθεση, ενώ μια γυναίκα που υφίσταται σαδιστικές τάσεις του συντρόφου μπορεί να μη δίνει τη συγκατάθεσή της. Επίσης, θεωρούμε ότι μια συγκατάθεση που υποτίθεται ότι δίνεται ελεύθερα, πολλές φορές δεν δίνεται με ουσιαστική ελευθερία. Για παράδειγμα, μια γυναίκα που υφίσταται τις σαδιστικές τάσεις του συντρόφου της υποφέροντας μεν, αλλά το κάνει αυτό επειδή υπάρχει απειλή για διακοπή της σχέσης αν δεν υποκύψει, δεν θεωρείται ότι δίνει ουσιαστικά ελεύθερη συγκατάθεση. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση μιας ιερόδουλης η οποία υφίσταται σαδιστικές τάσεις ενός πελάτη. Μπορούμε να μιλήσουμε για συγκατάθεση, όταν και τα δύο μέρη νιώθουν ηδονή από την ίδια την πράξη καθεαυτή (όχι από συνέπειες της πράξης, όπως πληρωμές, συνέχιση της σχέσης, κτλ) και την επιζητούν.
Ξεκινώντας από τον φετιχισμό, ο Φρόυντ έλεγε ότι ένας βαθμός φετιχισμού υπάρχει και στην ομαλή σεξουαλικότητα. Ας δούμε το θέμα αρχικά από ηθική σκοπιά. Ένας φετιχιστής ο οποίος ικανοποιείται με τη θέα ενός γυναικείου παπουτσιού ή εσώρουχου που έχει αγοράσει για αυτό το σκοπό, δεν κάνει κάτι το οποίο προκαλεί βλάβη σε κάποιον. Συνεπώς, μπορεί να είναι αποδεκτό από ηθική σκοπιά. Παρόλα αυτά, το άτομο αυτό πιθανώς να αντιμετωπίσει προβλήματα εφόσον θέλει να έχει μια υγιή σεξουαλική σχέση. Σε μια σεξουαλική διαδικασία, είναι λογικό να υπάρχουν κάποια σημεία του σώματος ή εν γένει κάποια πράγματα που προκαλούν μια σεξουαλική έξαψη στο κάθε άτομο. Για παράδειγμα, ένα γυναικείο παπούτσι μπορεί να είναι ένα αντικείμενο που αρέσει στο σύντροφο μιας γυναίκας και τον εξιτάρει. Αυτό είναι απολύτως λογικό, ενώ άλλα σημεία που μπορεί να φέρνουν μια τέτοια ιδιαίτερη έλξη είναι κάποια σημεία του σώματος, ρόλοι (role playing), ή ακόμα και μέρη στα οποία επιθυμούν να κάνουν σεξ. Όλα αυτά είναι λογικό να υπάρχουν σε ένα βαθμό. Το πρόβλημα ξεκινάει να υπάρχει όταν τα δευτερεύοντα αυτά στοιχεία αρχίζουν να αποκτούν μόνιμα πρωτεύουσα θέση. Όταν δηλαδή το βασικό σεξουαλικό αντικείμενο πόθου δεν είναι πια ο/η σύντροφος αλλά το αντικείμενο/ κατάσταση (φετίχ). Αν δηλαδή π.χ. κάποιος άνδρας έλκεται κυρίως από το φετίχ (π.χ. γυναικείο παπούτσι) και ελάχιστα από τη σύντροφό του, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για φετιχισμό. Όταν, δηλαδή, δεν βρίσκει ελκυστικό το να κάνει σεξ, εφόσον η σύντροφος δεν φοράει το συγκεκριμένο παπούτσι. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και μια διάσταση χρόνου, καθώς είναι λογικό στο πλαίσιο του ερωτικού παιχνιδιού να υπάρχει έλξη και για συγκεκριμένα αντικείμενα ή καταστάσεις (χώρους). Είναι δυνατόν, δηλαδή, ένα ζευγάρι, για μια μικρή περίοδο ή κάποιες συναντήσεις, να έλκεται από την ιδέα να κάνει σεξ σε συγκεκριμένο χώρο. Αυτό δεν είναι κάτι προβληματικό, η γενίκευση όμως αυτού και η μονιμότητα στο χρόνο, το να μπορεί δηλαδή πλέον να κάνει σεξ μόνο σε αυτόν τον χώρο και να μην επιζητεί τίποτα άλλο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή το να απαιτεί ο ένας σύντροφος την ύπαρξη του φετίχ για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί αποκλίνον. Η αντικατάσταση του βασικού ερωτικού αντικειμένου, δηλαδή του συντρόφου, από το φετίχ είναι κάτι το οποίο μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.
Περνώντας στο BDSM, η αλήθεια είναι ότι εφόσον υπάρχει ειλικρινής συγκατάθεση και εφόσον δύο άνθρωποι αντλούν ηδονή από αυτό, δεν υπάρχει λόγος να τους απαγγελθεί κάποια ηθική κατηγορία. Βέβαια, καλό θα ήταν να εξεταστούν ζητήματα υγείας και ασφάλειας. Είναι πολύ διαφορετικό να μιλάμε για BDSM που εμπεριέχει κίνδυνο για τη ζωή (όπως π.χ. η ασφυξιοφιλία στο μαζοχισμό) ή μεγάλη ποσότητα πόνου (ή και μώλωπες) και διαφορετικό να μιλάμε για BDSM στο οποίο η σχέση κυριαρχίας/υποταγής εγκαθίσταται κυρίως στο νοητικό επίπεδο με παιχνίδι ρόλων (role play), λεκτικά, ή με τη δημιουργία ατμόσφαιρας, και με αμελητέα ποσότητα πόνου. Στο πρώτο μπορεί να υπάρχουν ηθικά προβλήματα, ενώ στο δεύτερο όχι. Ακόμα όμως και στη δεύτερη περίπτωση, καλό θα ήταν να μην υπάρχει γενίκευση και μόνιμη εγκαθίδρυση αυτού του τύπου ηδονής. Να μην είναι δηλαδή το BDSM ο αποκλειστικός τύπος εκτόνωσης της σεξουαλικότητας ενός ατόμου ή ζευγαριού, αλλά να μπορεί να εκτονωθεί η σεξουαλικότητα και σε άλλα πλαίσια. Είναι περίπου παρόμοιο με αυτό που αναφέραμε στο φετιχισμό, να μη γίνεται δηλαδή ένας συγκεκριμένος τρόπος σεξουαλικής έκφρασης ο μοναδικός και αποκλειστικός (και σε βάθος χρόνου) τρόπος εκτόνωσης.
Η πολυσυντροφικότητα είναι η δημιουργία σχέσεων με περισσότερους από έναν συντρόφους. Περισσότερο, θα λέγαμε, είναι μια στάση ζωής, στην οποία το άτομο θεωρεί ότι η μονογαμία δεν του ταιριάζει. Είναι πολύ κρίσιμο να σημειωθεί ότι η πολυσυντροφικότητα δεν έχει καμία σχέση με την απιστία. Επίσης, δεν έχει σχέση με το να έχει κάποιος άνδρας πολλές εφήμερες σχέσεις μιας βραδιάς με διάφορες συντρόφους. Ούτε έχει σχέση με το να δημιουργεί ένα άτομο αρκετές σεξουαλικές σχέσεις χωρίς να θέλει να δεθεί βαθύτερα με το κάθε άτομο. Συνήθως, η πολυσυντροφικότητα βασίζεται σε ειλικρινή σχέση των ατόμων μεταξύ τους, στην ελεύθερη συγκατάθεση, στην ισότητα, ενώ συχνά υπάρχουν βαθιά αισθήματα και ουσιαστικοί δεσμοί μεταξύ των ατόμων. Υπάρχουν διάφορες μορφές πολυσυντροφικότητας, όπως π.χ. τριάδα (ισότιμη), τριάδα σε σχήμα V, στην οποία ένα μέλος συνδέεται στενά με άλλα δύο που δεν είναι τόσο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, τεσσάρων ατόμων (π.χ. δύο ζευγάρια), κτλ. Με το τελευταίο δεν αναφερόμαστε στο swinging το οποίο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, καθώς στο swinging τα ζευγάρια δεν έχουν συνήθως ιδιαίτερες επαφές πέραν της στιγμής της συνεύρεσης, δεν αναπτύσσεται δηλαδή συντροφικότητα και βαθιά αισθήματα οικειότητας και στοργής. Ένα ερώτημα που συχνά υπάρχει είναι το αν υπάρχει ζήλια στις περιπτώσεις πολυσυντροφικότητας. Ως προς αυτό, πρέπει να αναφέρουμε ότι σε άλλες κοινωνίες, συνήθως αρκετά παλαιότερες, είχαν υπάρξει διαφορετικές δομές οικογένειας, όπως π.χ. οι Τόντα της Ινδίας, στις οποίες υπήρχε ελευθερία στο να υπάρχουν εραστές και ερωμένες χωρίς να υπάρχει ζήλια, σημειώνεται όμως ότι υπήρχε ζήλια αν το τρίτο άτομο ήταν εκτός της φυλής. Σε κάθε περίπτωση, τα αισθήματα ζήλιας μπορούν σε ένα βαθμό να μετριαστούν, παρόλα αυτά δεν είναι σίγουρο ότι όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να αντέξουν σε μια σχέση πολυσυντροφικότητας. Είναι πολύ σημαντικό το να μην δέχεται ένα άτομο την πολυσυντροφικότητα εξαιτίας της πίεσης για αυτή ή με την απειλή της διακοπής της σχέσης, καθότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει ουσιαστικά ελεύθερη συγκατάθεση και πιθανόν να υπάρξουν μελλοντικές συγκρούσεις. Παρόλα αυτά, ακόμα και σε μια <ιδανική> πολυσυντροφική σχέση μπορεί κάποιοι άνθρωποι να μην μπορέσουν να διαχειριστούν την κατάσταση. Όμως, για όσους νιώθουν ότι η πολυσυντροφικότητα τους ταιριάζει, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν κάνουν κάτι μεμπτό, γι αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό που αρμόζει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, χωρίς διακρίσεις, <πειράγματα>, και κάθε λογής αυθαίρετα συμπεράσματα που κάποιος μπορεί να βγάλει σχετικά με την ηθική αυτών των ατόμων. Οι άνθρωποι που ζουν σε πολυσυντροφικότητα μπορεί να έχουν μια σχέση που χαρακτηρίζεται από βαθιά οικειότητα, εντιμότητα, και ειλικρίνεια, παρόμοια δηλαδή πράγματα που πρέπει να υπάρχουν και σε μια μονογαμική σχέση.
Σάκης Καφφεσάκης