Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες υπάρχουν και στις γυναίκες, αν και δεν έχουν ερευνηθεί τόσο όσο στους άνδρες. Οι πιο συχνές δυσλειτουργίες στις γυναίκες είναι η διαταραχή οργασμού, η διαταραχή χαμηλού ενδιαφέροντος/διέγερσης, και διαταραχές που σχετίζονται με πόνο στην ευρύτερη περιοχή κατά τη σεξουαλική διαδικασία.
Ως προς το DSM (Diagnostic and statistic manual), το βασικό κριτήριο για την διαταραχή οργασμού είναι η αξιοσημείωτη καθυστέρηση ή απουσία οργασμού (ή η πολύ χαμηλή συχνότητα) σε σχεδόν στο 75-100% των συνουσιών, ή η μειωμένη ένταση των αισθήσεων του οργασμού. Τα συμπτώματα θα πρέπει να διαρκούν για τουλάχιστον 6 μήνες. Προφανώς, όταν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα σε μια σχέση, τα παραπάνω κριτήρια δεν ισχύουν και δεν θεωρείται ότι υπάρχει διαταραχή. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση όπου δεν υπάρχει επαρκής ερεθισμός, ενώ δεν πληρούνται τα κριτήρια όταν η γυναίκα μπορεί να έρθει σε οργασμό μέσω του ερεθισμού της κλειτορίδας αλλά όχι κατά τη διείσδυση. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι τα συμπτώματα θα πρέπει να προκαλούν δυσφορία στο άτομο, καθώς, αν δεν προκαλούν, τότε δεν θεωρείται ότι υπάρχει κάποια διαταραχή. Ιδιαίτερα ως προς τον γυναικείο οργασμό, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες ενώ δεν υπάρχει οργασμός, υπάρχει σε μεγάλα επίπεδα σεξουαλική ικανοποίηση. Αντίθετα, συνήθως η διαταραχή οργασμού σχετίζεται περισσότερο με το χαμηλό ενδιαφέρον και τη χαμηλή διέγερση.
Είναι λοιπόν σημαντικό να κατανοηθεί ότι η επίτευξη οργασμού δεν είναι το παν σε μια σεξουαλική συνάντηση. Μπορεί να υπάρχει κλειτοριδικός οργασμός, στο πλαίσιο του ερωτικού παιχνιδιού, και όχι απαραίτητα κατά τη διείσδυση. Η επιμονή στο θέμα του οργασμού κατά τη διείσδυση μπορεί να φέρει άγχος, το οποίο συνήθως δυσκολεύει τον οργασμό. Το άγχος, όπως και στον άνδρα, μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα όχι μόνο για τον οργασμό αλλά και για τη γενικότερη σεξουαλική απόλαυση. Επίσης, μπορεί να φέρει συγκρούσεις στο ζευγάρι, οι οποίες αφορούν το <ποιος έφταιγε> (π.χ. αν ο άνδρας έπρεπε να κρατήσει περισσότερο ή όχι, αν η γυναίκα άργησε κτλ). Αυτός ο τρόπος σκέψης κάνει χειρότερα τα πράγματα, συνεισφέρει στο να γεμίσουν οι σύντροφοι με άγχος για την επόμενη προσπάθεια και ίσως οδηγηθούν στη αποφυγή. Σε κάθε περίπτωση το υγιές σεξουαλικό κλίμα παύει να υπάρχει και το σεξ δεν είναι πια απολαυστικό. Εν τέλει, αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές φορές η γυναίκα δεν έχει εξερευνήσει το σώμα της αρκετά. Η εξερεύνηση της σώματός της μπορεί πολλές φορές να την βοηθήσει στο να βρει πράγματα που την διεγείρουν, να κατανοήσει δηλαδή το σώμα της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
Σε σχέση με τη γυναικεία διαταραχή χαμηλού ενδιαφέροντος/διέγερσης, το DSM ορίζει ως βασικό κριτήριο την ύπαρξη τριών από τα παρακάτω κριτήρια: μειωμένο ή καθόλου ενδιαφέρον για σεξουαλική δραστηριότητα, μειωμένες ή καθόλου ερωτικές σκέψεις/φαντασιώσεις, μειωμένο ή καθόλου ενδιαφέρον για έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας αλλά και μη δεκτική όταν γίνει προσπάθεια για έναρξη από τον σύντροφο, μειωμένη ή καθόλου διέγερση/ευχαρίστηση στο 75-100% των συνουσιών, μειωμένο ή καθόλου ενδιαφέρον/διέγερση σαν απάντηση σε ερωτικές προκλήσεις, και μειωμένες ή καθόλου αισθήσεις κατά το 75-100% των συνουσιών.
Πλήθος παραγόντων μπορούν να επηρεάζουν και το χαμηλό σεξουαλικό ενδιαφέρον και τη χαμηλή διέγερση. Καταρχήν, μπορεί να υπάρχουν ιατρικά προβλήματα, ορμονικά θέματα, ενώ επίσης επηρεάζει και η ηλικία, η κατανάλωση αλκοόλ κτλ. Επιπλέον, η επικοινωνία του ζευγαριού, το κλίμα της σχέσης, η πίεση της καθημερινότητας, οι αντιλήψεις για το σεξ, θρησκευτικοί παράγοντες κτλ. Η αναφορά στην συζήτηση για τον <σεξουαλικό κύκλο> μπορεί να φωτίσει με νέο τρόπο το πρόβλημα. Σύμφωνα με μια αντίληψη, η επιθυμία προηγείται της διέγερσης. Παρόλα αυτά, δεν λειτουργούν απαραίτητα όλοι οι άνθρωποι έτσι. Υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες η διέγερση προηγείται και μετέπειτα έρχεται η επιθυμία. Δηλαδή, η γυναίκα περνά από μια αρχικώς σεξουαλικά ουδέτερη κατάσταση σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από το ότι είναι δεκτική στον ερεθισμό (π.χ. του συντρόφου). Μετά τον ερεθισμό έρχεται η διέγερση και μετά η επιθυμία για σεξ. Ακόμα όμως κι αν αυτή δεν προκύψει εν τέλει, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, όταν το σεξουαλικό παιχνίδι γίνεται σε ένα υγιές πλαίσιο.
Σε σχέση με τις διαταραχές που σχετίζονται με πόνο στην γενετική/πυελική περιοχή, μερικές γυναίκες αντιμετωπίζουν πόνο είτε κατά την έναρξη της διείσδυσης είτε κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Πολλές φορές υπάρχει έντονος φόβος για το ότι θα υπάρξει πόνος ή και αποφυγή των επαφών. Ο πόνος κάποιες φορές μπορεί να έχει και το αίσθημα του καύσου, ενώ είναι πιθανό να παραμένει και μετά την επαφή ή να εμφανίζεται ξανά κατά την ούρηση. Δύο βασικές διαταραχές που σχετίζονται με τον πόνο είναι ο κολεόσπασμος και η δυσπαρευνία, με την πρώτη να αφορά περισσότερο πόνο κατά την έναρξη της διείσδυσης (ακούσια σύσπαση) ενώ τη δεύτερη να αφορά περισσότερο βαθύ πόνο. Πολλοί παράγοντες, οργανικοί και ψυχολογικοί μπορεί να συνεισφέρουν στην διαταραχή. Στα ψυχολογικά αίτια βρίσκονται η σχέση του ζευγαριού, η αντίδραση του συντρόφου, το ιστορικό κακοποίησης, η αντίληψη του σεξ ως καθήκον, ενοχές για τη σεξουαλική δραστηριότητα κ.α.
Υπάρχουν διάφορες ιατρικές και ψυχολογικές τεχνικές ή παρεμβάσεις για τις παραπάνω διαταραχές. Σίγουρα, η εκπαίδευση σε σεξουαλικά θέματα και η συμβουλευτική του ζευγαριού μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση αρκετών προβλημάτων και στην υιοθέτηση μιας νέας, πιο υγιούς οπτικής για το σεξ.
Σάκης Καφφεσάκης